Aπό τη μέρα που γεννήθηκα, το όνομά μου ήταν ''Μiss Τέλεια'' (κατά το ''Miss με το ζόρι''). Ο λόγος απλός, ήμουν τέλεια σε όλα. Όχι, δεν είμαι ψώνιο. Μην βιαστείτε να μου το καταλογίσετε. Ό,τι, όμως, κι αν έκανα, το έκανα αψεγάδιαστα. Ακόμη και σαν μωρό, ήμουν παιδί από κούνια. Σπάνια έκλαιγα, σπάνια έκανα ζημιές, σπάνια λέρωνα τα ρούχα μου.
Αργότερα, σαν μαθήτρια, ήμουν, πάντοτε, υποδειγματική. Οι βαθμοί μου ήταν τόσο καλοί, σε όλες τις τάξεις, που ακόμα και οι καθηγητές μου είχαν αρχίσει να μονοτονούν, βάζοντας τόσα άριστα. Έπειτα, αποφοίτησα απο το σχολείο. Εννοείται με δέκα εννιά, έτσι; Το είκοσι, το είχα στο τσεπάκι αλλά ο διευθυντής ήταν της παλιάς σχολής. Ότι, δηλαδή, το είκοσι είναι μόνο του Θεού, οπότε, βολεύτηκα με λίγο παρακάτω. Το ίδιο και όλοι οι υπόλοιποι (οικογένεια, στενοί συγγενείς, φίλοι, μέχρι και η γειτόνισσα που κόντεψε να το πάρει κατάκαρδα). Εκεί που τα έδωσα, όμως, όλα ήταν όταν έπιασα δουλειά. Παρέλειψα να πω-γιατί το θεωρώ αυτονόητο- ότι μπήκα στο πανεπιστήμιο με τη μία και αποφοίτησα (και από εκεί) με άριστα (φυσικά!)
Όπως, έλεγα, όμως, τα ρέστα μου τα έδωσα στη δουλειά. Αν το πρώτο μου αφεντικό δεν ήταν τόσο τσιγκούνης, ώστε να φοβάται να ξοδέψει λίγα ψωροευρώ, μια κορδέλα θα κρεμόταν στον λαιμό μου και θα με ανακήρρυτε ''υπάλληλο του μήνα''. Μη σου πω, και της χρονιάς. Τα έκανα όλα και συνέφερα. Ένας υπάλληλος με τη μορφή δέκα. Μπορούσα να είμαι γραμματέας, διοικητικό στέλεχος, ακόμα και πορτιέρης.
Οι δε συνάδελφοι, εικόνα στο προσκέφαλό τους με είχαν. Γιατί όχι, άλλωστε; Όποιος ήθελε να πάρει
άδεια, μου ανέθετε τις δουλειές του κι εγώ, εννοείται, πως της δεχόμουν όλες, αδιαμαρτύρητα. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα... Στις καλοκαιρινές άδειες, καταλάβαινα τους πάντες, ειδικά, τους έχοντες οικογένεια. Η Μαιρούλα έπρεπε να είναι με τα παιδιά της, ο Γιαννάκης με την καινούρια γκόμενα και η Ποπίτσα με την κολλητή της γιατί, μόνο, τότε, συμβάδιζαν οι άδειές τους. Κάπως έτσι, εγώ έπαιρνα άδειες τον Σεπτέμβρη, κοντά στα τέλη, που η θάλασσα είχε παγώσει και οι παρέες μου επέστρεφαν στις δουλειές τους... Κοινώς, έμενα με το παγωτό στο χέρι.
Ποιες παρέες, βέβαια, αφού κανείς δεν με άντεχε. Όποτε, κάποιος από τους φίλους μου αργούσε στο ραντεβού μας, του έκανα σκηνή, γιατί ως όφειλε, δεν ήταν στην ώρα του. Γενικότερα, πίστευα πως, μόνομ η τελειότητα κάνει τον κόσμο να γυρίζει.
Ώσπου μια μέρα, περπατώντας στο δρόμο, αγκαζέ με τους φακέλους της Μαιρούλας (την είχε κάνει κοπάνα για διήμερο με τον άνδρα της κι εγώ την αντικαταστούσα), γλίστρησα και σκόνταψα. Οι φάκελοι κυλίστηκαν στις λάσπες και το λευκό, τέλειο ταγέρ μου έγινε μαύρο. Δύο πιτσιρικάδες έβαλαν τα γέλια και με έδειχναν με το δάχτυλο. Σηκώθηκα όρθια στα γρήγορα, μήπως και περισώσω, πέρα από τους φακέλους, τη χαμένη υπερηφάνια μου.
Έπειτα, κοιτάχτηκα σε έναν καθρέφτη στον τοίχο κάποιου καταστήματος. Πρώτη φορά, με έβλεπα σε καθρέφτη σε τέτοιο χάλι. Συνήθως, πρώτα, φορούσα τα ακριβά, τέλεια ρούχα μου, χτένιζα τα μακριά, τέλεια μαλλιά μου και μετά, καθρεφτιζόμουν.
Αυτή τη φορά, όμως, αυτή που με κοιτούσε στον καθρέφτη, ήταν χάλια. Ωστόσο, το βλέμμα ήταν οικείο, γνωστό. Το χειρότερο όλων ήταν πως αυτή η 'ξένη' μου άρεσε, γιατί ήταν ανθρώπινη. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα πως τόσο καιρό δεν ήμουν ''Miss τέλεια'', αλλά Miss Ψεύτικη. Τόσο ψεύτικη, που παραλίγο να μην με αναγνωρίσω και η ίδια.
Σε μια μαγική στιγμή, πέρασε μπροστά από τα μάτια μου όλη η ζωή μου. Τι είχα πετύχει τόσα χρόνια; Τίποτα, γιατί είχα ξεχάσει να ζω και η ''ξένη'' του καθρέφτη ήρθε από το πουθενά να μου το θυμίσει. Ήταν η στιγμή της μεγάλης αλλαγής. Σκέφτηκα όσους θα απογοήτευα, αλλά για πρώτη φορά, δεν με ένοιαζε. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν πώς θα αναπλήρωνα τις στιγμές που έχασα, κάνοντας πράγματα μόνο για μένα. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι τόσο άσχημο να είσαι ''τσαλακωμένη'', χώρια που γλιτώνεις το σίδερο, ε;