Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Όταν κερδίζουν οι λίγοι

Δεν θα πω κρίμα για τον υποβιβασμό της ΑΕΚ, λόγω του ότι είναι μεγάλη ομάδα όπως συνηθίζεται να λέγεται. 
Δεν θα πω κρίμα για τον υποβιβασμό της ΑΕΚ, λόγω της σπουδαίας ιστορίας της. Δεν υπάρχει ομάδα, μικρή ή μεγάλη, με έδρα την πρωτεύουσα ή κάποια γωνιά της Ελλάδας που να μην έχει την ιστορία της. Ιστορία είναι ο καθένας από εκείνους που πίστεψαν σε μια ιδέα, έφτιαξαν φανέλες και εμφανίσεις των παιχτών, κάποτε, πανηγύρισαν το γκολ στο αντίπαλο τέρμα, έκλαψαν με τη νίκη ή την ήττα της. 
Θα πω, όμως, κρίμα για τον λόγο του υποβιβασμού. Σε μια χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων, σε μια χώρα που υποτίθεται πως γέννησε τον πολιτισμό και δίδαξε το αθλητικό ιδεώδες, αρνούμαι να δεχτώ πως 50-100 άτομα γίνονται κάθε φορά η αιτία να καταστρέφεται μια αληθινή γιορτή, γιατί γιορτή θεωρώ πως είναι κάθε αθλητικό γεγονός. 
Χτες, οι φίλαθλοι της ΑΕΚ ήξεραν πως η ομάδα τους κινδύνευε με υποβιβασμό, γι' αυτό και έσπευσαν
  κοντά της. Να εμψυχώσουν τους παίχτες, να εμψυχώσουν την ομάδα. Έχω δεκάδες φίλους που χτες ήταν στο γήπεδο. Κάποιοι, με τις συντρόφους τους. Άλλοι, με τα παιδιά τους. Παρέες εφήβων που μεγάλωσαν με την ΑΕΚ ως ιδανικό, γιατί έτσι τη γνώρισαν από τον πατέρα τους.
''Θα πάω, γιατί όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα'' μου είπε ένας φίλος χτες το πρωί αναφερόμενος στον αγώνα. Για ένα απόγευμα, άφησε τα πάντα για να είναι κοντά στην ομάδα. 
Σήμερα το πρωί, η απογοήτευση ήταν φανερή. Όχι γιατί η ομάδα έπεσε. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι η πρώτη μεγάλη ομάδα που πέφτει κατηγορία. Ο τρόπος, όμως, πάντα θα πονάει...
Για μια ακόμη φορά, κέρδισαν οι λίγοι.
 Για μια ακόμα φορά, κέρδισε ο παραλογισμός.
Για πόσο ακόμα;
Κρίμα...

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Εκεί που είμαι, θα 'ρθεις

Δεν πίστεψα, ποτέ, ότι το επώνυμο είναι, απαραίτητα, καλύτερα από το... ανώνυμο (αν θέλουμε να ορίσουμε έτσι οτιδήποτε δεν φέρει όνομα γνωστής φίρμας). Δεν πίστεψα, ποτέ, ότι φορώντας επώνυμο ρούχο γίνεσαι πιο όμορφος ή πιο ελκυστικός. Ήμουν, πάντοτε, υπέρ της άποψης ότι όμορφο πάνω μας είναι αποκλειστικά και μόνο εκείνο που μας ταιριάζει και μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα.
Εχτές το βράδυ, περνώντας από την τοπική αγορά της περιοχής μου, διαπίστωσα πως είχαν κλείσει κι άλλα καταστήματα από την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί (όχι για ψώνια, εννοείται. Είναι ''πολυτέλεια'' τα ψώνια στην εποχή μας).
Η τοπική αγορά της περιοχής μου, όπως τη θυμάμαι, δεν υπάρχει πια. Έχει μετατραπεί σε ένα μεγάλο δρόμο με άδεια καταστήματα. Σε κάποια, έχουν μείνει μερικές κούτες ή κούκλες-δείγματα να θυμίζουν παλιές, καλές εποχές.
Όσα λειτουργούν, έχουν γεμίσει τις βιτρίνες τους με προσφορές. Οτιδήποτε, προκειμένου να πείσουν τον καταναλωτή έστω να μπει στον χώρο. Ας μην αγοράσει, ίσα να πιστέψουν ότι υπάρχει, ακόμα, ελπίδα, πως τα πράγματα θα φτιάξουν....
Σε αντίθεση με τις τοπικές αγορές, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα έχουν πάντα κόσμο. Κόσμο, ε; Όχι απαραίτητα αγοραστικό κοινό. Το θέμα όμως είναι πως κίνηση -έστω- υποτυπώδης υπάρχει. Σίγουρα ένα ''κάτι'' είναι καλύτερο από το απόλυτο μηδέν. Συγκριτικά, πάντα, μιλώντας. 
Δεν έχω κάτι με τα πολυκαταστήματα. Ούτε θεωρώ κακή την ύπαρξή τους. Στο κάτω-κάτω, ζουν οικογένειες και από αυτά.
Δεν μπορώ, όμως, και να μην αναρωτιέμαι, πώς γίνεται να μην στηρίζουμε τις ντόπιες αγορές. Να απαξιούμε, εντελώς, σε κάποιες περιπτώσεις. Προσωπικά, προτιμώ να ψωνίσω από τα καταστήματα της περιοχής μου, γιατί ξέρω- έχω αναπτύξει προσωπική σχέση με την Κατερίνα που έχει το μαγαζί με τα παιδικά, με την Μαίρη που όταν δυσκολεύομαι οικονομικά, μου δίνει την μπλούζα και της την πληρώνω όταν πληρωθώ κι εγώ, και πάει λέγοντας.
 Εν ολίγοις, προτιμώ την προσωπική σχέση από το να μπαίνω σε ένα κατάστημα απρόσωπο, αφού για τον ιδιοκτήτη δεν είμαι παρά μόνο ένας αριθμός. Μια πελάτισσα στις δεκάδες που μπαίνουν καθημερινά σε αυτό.
Ας στηρίξουμε, επιτέλους, τις τοπικές αγορές. Και ας μην αρχίσουμε παρακαλώ το δεκάλογο της ποιότητας, γιατί ποιότητα, όπως και το αντίθετο, βρίσκουμε παντού. Οι τοπικές αγορές είμαστε εμείς. Είναι ο γείτονάς μας, ο φίλος, ο αδελφός μας. Όταν κλείσει το δικό του κατάστημα, αυτό κάτι σημαίνει και για το δικό μας μέλλον. Σκεφτείτε το...

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Θυμήσου πόσα μου χάρισες, Σωκράτης Σημαιοφορίδης

Ο φίλος, Σωκράτης Σημαιοφορίδης, γράφει για το μυθιστόρημά μου, Θυμήσου πόσα μου χάρισες... Τον ευχαριστώ ολόψυχα!

Πριν λίγες μέρες τελείωσα την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος της Νατάσας Γκουτζικίδου, ''Θυμήσου πόσα μου χάρισες...''.
Γνώρισα αυτή την υπέροχη συγγραφέα και καταπληκτική γυναίκα στην παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου της στο κέντρο της Αθήνας στα μέσα του Σεπτέμβρη του 2012.
Η αμεσότητα και η γλυκύτητά της διάχυτη στο χώρο και τη ματιά της, αλλά φάνηκε και τη στιγμή που γνωριστήκαμε καθώς υπέγραψε το βιβλίο της και το αφιέρωνε στην τετράχρονη κόρη μου που την είχα πάρει εκείνο το απόγευμα μαζί μου.
Από τις δύο πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της η Νατάσα, κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μου για να συνεχίσω την ανάγνωση. Και δεν έπεσα έξω. Κάθε σελίδα που τελείωνα την ανάγνωσή της με οδηγούσε στην επόμενη με ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον.
Δεν είναι μόνο η εξέλιξη της ιστορίας που με κράτησε μέχρι και την τελευταία σελίδα χωρίς να υπερβάλω διόλου γι' αυτό που γράφω, αλλά και οι αλήθειες ζωής που διατύπωνε κατά την πλοκή του μυθιστορήματος και που αγγίζουν τον αναγνώστη θυμίζοντας σίγουρα στον καθένα μια δική του εμπειρία.
Η περιγραφή των τοπίων και των χαρακτήρων τόσο παραστατική μου νόμιζα ότι άκουγα το κύμα της θάλασσας και την ανάσα των ηρώων της.
Από ένα σημείο του βιβλίου και μετά -δεν σας λέω από που, γιατί δεν είμαι και μαρτυριάρης- η πλοκή γίνεται τόσο έντονη με ταυτόχρονη εναλλαγή συναισθημάτων,
που το διάβασμα προχωράει με τόσο γρήγορο ρυθμό που δεν βλέπεις τη στιγμή να αλλάξεις σελίδα.
Και όπως και στην αρχαία τραγωδία, έτσι κι εδώ η Νατάσα φέρνει την κάθαρση με ένα μαγικό τρόπο!
Καλή συνέχεια, Νατάσα...

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Δύο σε ένα μια βραδιά, Κατερίνα Μηνά.

Στις 30 Μαρτίου, η Κατερίνα Μηνά βρέθηκε στην Αθήνα για την παρουσίαση των δύο έργων της, του αγαπημένου μου παραμυθιού: Φωτεινούλης, το αστεράκι που φοβόταν το σκοτάδι'' και του πρώτου της μυθιστορήματος, ''Έτσι απλά, αυστηρώς ακατάλληλο για ηθικολόγους''. Για το μυθιστόρημα, μίλησε η συγγραφέας και φίλη, Κάκια Ξύδη και για το παραμύθι, εγώ. Λίγα λόγια για τον μαγικό κόσμο του παραμυθιού από μένα...



Από τότε που γεννήθηκα, νομίζω πως ό,τι αγαπούσα περισσότερο ήταν το διάβασμα.  Μπορούσα να χάνομαι στις σελίδες των βιβλίων, να ρουφάω τις λέξεις χωρίς σταματημό. Μα περισσότερο, αγαπούσα, πάντοτε, τα παραμύθια.  Κυριολεκτικά, γινόμουν ένα με τους ήρωες τους και ακολουθούσα τα βήματά τους στους φανταστικούς τόπους που έπλαθαν για λογαριασμό μας, οι συγγραφείς του.
Κάποτε, ξαπόσταινα μια στιγμή και αναρωτιόμουν τι  να σκεφτόταν ο συγγραφέας όταν
έγραφε, πόσο παιδί μπορεί να είχε παραμείνει κάποιος-από επιλογή- στην ψυχή. Όταν γνώρισα την Κατερίνα, βεβαιώθηκα για τις αρχικές  μου υποψίες.  Όποιος γράφει παραμύθια, μόνο τρυφερή ψυχή μπορεί να έχει.


Η Κατερίνα, με το πρώτη της πόνημα, επιλέγει να μας ταξιδέψει, αρχικά, στο διάστημα. Σε έναν γαλαξία, στον δικό μας γαλαξία, τον ηλιακό, που σφύζει κυριολεκτικά από ζωή, αν και όχι ακριβώς, όπως τη γνωρίζουμε. Δεν θα συναντήσουμε, δηλαδή, τον Ερμή, τον Δία και την Αφροδίτη, αλλά πλανήτες όπως την κυρία Τουρτίτσα, τον Ζουζουνοπλανήτη και την Καθαρούλα. Κυρίαρχο ον, πάντοτε, ο ήλιος. Φωτοδότης και ζωοδότης, ρυθμιστής των πάντων, υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία του κόσμου μας.
Σε μια τέτοια γωνιά, λοιπόν, του ουρανού, γεννιέται  κάποτε ένα αστεράκι, ο Φωτεινούλης, που παρότι μοιάζει με τα άλλα άστρα, στην πραγματικότητα είναι διαφορετικό. Φοβάται το σκοτάδι. Το τρέμει για την ακρίβεια. Μα είναι δυνατόν άστρο να φοβάται το σκοτάδι; Πώς θα λάμψει;
Τη λύση, τη δίνει ο ήλιος, που στέλνει το αστεράκι στη γη για να ξεπεράσει τον φόβο του.  Κι αν η γη είναι για μας το σπίτι μας, για τον Φωτεινούλη είναι ένας κόσμος πρωτόγνωρος, γοητευτικός, μα και συνάμα, τρομαχτικός.  Στο ταξίδι του, όμως, ο Φωτεινούλης δεν θα είναι μόνος, αλλά έχει για σύμμαχο ένα αγόρι, το οποίο ουσιαστικά υιοθετεί το αστεράκι μας.
Κάπως έτσι, γεννιέται μια μεγάλη φιλία και αρχίζει η εξερεύνηση του μαγικού πλανήτη που ακούει στο όνομα ‘γη’. Κάπως έτσι, ξεκινάει και το δικό μας ταξίδι μέσα από τα μάτια του Φωτεινούλη.
 Η Κατερίνα Μηνά παραδίδει  μέσα από τις σελίδες του παραμυθιού της  – ας μου επιτραπεί η έκφραση- μαθήματα ανθρωπιάς. Καταρχάς, υμνεί τη φιλία. Τη γνήσια, αληθινή φιλία, αυτή που δεν υπόκειται σε περιορισμούς και ξεπερνά τα όρια, ακόμα και όταν οι εμπλεκόμενες μεριές διαφέρουν,  όπως ακριβώς διαφέρει ένα παιδί κι ένα αστέρι, αλλά τα ενώνει η αθωότητα και η αγάπη. Η αγάπη για τον διπλανό, τον πλανήτη, τα ζώα και τα φυτά.
Η Κατερίνα Μηνά μιλάει, επίσης, για τον φόβο. Όχι για τον φόβο ως ταμπού, μα σαν κάτι φυσιολογικό, που δεν είναι κακό να παραδεχόμαστε, γιατί μόνο έτσι μπορεί, κάποτε, να τον αντιμετωπίσουμε.   
Με την πένα της, μας προβληματίζει, παρουσιάζοντας τον κόσμο μας, τον κόσμο όπου ζούμε εμείς και οι αγαπημένοι μας, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Τις ομορφιές του, όπως τον μαγευτικό βυθό της θάλασσας, τα γαλάζια νερά της και τα πλάσματα που κατοικούν εκεί, αλλά και τις ασχήμιες του: τις γκρίζες πολυκατοικίες που ορθώνονται πανύψηλες κρύβοντας τον γαλάζιο ουρανό, το καυσαέριο και τους εξοντωτικούς, σύγχρονους ρυθμούς. 
Η Κατερίνα γράφει ένα παραμύθι για παιδιά, αλλά θεωρώ πως στοχεύει στις καρδιές των μεγάλων. Εκείνοι είναι που πρέπει να κατανοήσουν τα βαθύτερα νοήματα και τις αλήθειες αυτού του κόσμου. Τα παιδιά, άλλωστε, δεν τις έχουν ανάγκη. Τα παιδιά ατενίζουν τον κόσμο με τα μάτια της ψυχής, της παιδικής ψυχής που είναι καθαρή και αμόλυντη. Στους μεγάλους, λοιπόν, απευθύνεται η Κατερίνα. Σε όλους εμάς, που έχουμε ξεχάσει να βλέπουμε με τα μάτια του Φωτεινούλη. Αλλά η Κατερίνα είναι γενναιόδωρη. Ξέρει ότι κι εμείς, κάποτε, θα πιάσουμε στα χέρια μας το παραμύθι της, θα το ξεφυλλίσουμε για να το διαβάσουμε σε όποιους αγαπάμε περισσότερο: στα παιδιά, στα ανίψια, στα εγγόνια μας. Άρα, ναι. Ο Φωτεινούλης θα βρει, τελικά,  τρόπο να αγγίξει τις καρδιές μας… Καλοτάξιδο από καρδιάς!

Και τα δύο έργα της κ. Μηνά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Οσελότος.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Διαχωριστική γραμμή

Απόγευμα Δευτέρας, πρώτη του μήνα. Και τι πρώτη, του Απρίλη. Όχι, δεν είναι ψέμα. Σκέφτομαι πως, επιτέλους, θα αρχίσω να φεύγω από τη δουλειά και θα είναι ακόμα μέρα. Εκείνο, το βαθύ, πυκνό σκοτάδι θα δώσει τη θέση του σε ένα όμορφο σούρουπο, από εκείνα τα ανοιξιάτικα που λατρεύω. 
Η ρομαντική  μου φύση θα με κάνει να αναζητώ λευκά σύννεφα στον ουρανό και η φαντασία μου θα μου υπαγορεύει με τι μοιάζουν, ενώ ο αέρας θα μου ψιθυρίζει μυστικά. Είναι η εποχή που αφήνω το αυτοκίνητό μου, παρατάω τα κλειδιά του όπου βρω (καλά, ψέματα λόγω ημέρας- στην τσάντα μου, μην ψάχνομαι μετά) και περπατάω στο μεγάλο πάρκο της περιοχής. 
Η λίμνη με καλοδέχεται σαν άλλη κυρά της και τα νερά της, καθώς ο ήλιος χάνεται κάπου στον ορίζοντα της πόλης, φαντάζουν σχεδόν ακύμαντα. Μερικές πάπιες έρχονται κοντά μου, πιστεύοντας πως θα τις ταϊσω κάτι περισσότερο από το ψωμί που τους πετούν οι περισσότεροι, αλλά τις απογοητεύω. Η σακούλα με τα ποπ-κορν από την αγαπημένη μου πλανόδια έχει ήδη καταναλωθεί (δηλώνω λάτρης, τι να κάνω). 
Περπατώ στο πλακόστρωτο γύρω-γύρω από τη λίμνη. Χαζεύω το νερό και τελικά, κάθομαι σε ένα παγκάκι, αρκετά κουρασμένη από τη μέρα που προηγήθηκε. Όσο περνάει η ώρα, ο κόσμος πληθαίνει, όπως, άλλωστε, συμβαίνει πάντα τέτοια εποχή. Παρατηρώ τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι περιπλανιόνται στο πάρκο ανά δυάδες. "Δεν υποφέρεται η μοναξιά'' συλλογίζομαι. ''Δεν την αντέχουν όλοι, παρότι κάποιοι την επιζητούν'' όπως εγώ αυτό το απόγευμα. Κάποιοι, φαίνονται ευτυχισμένοι, έστω και αν η ευτυχία τους κρατάει όσο αυτή η βόλτα. Το προδίδουν οι χειρονομίες, το χαμόγελο τους, η θετική αύρα που αφήνουν πίσω τους, καθώς με προσπερνούν. Άλλοι, αντίθετα, φαίνονται χαμένοι στις σκέψεις τους, όσο εγώ. 
Στο διπλανό παγκάκι, δύο έφηβοι, όχι περισσότερο από δέκαεξι φιλιούνται με πάθος, ενώ το αγόρι κρατά σφιχτά το χέρι του κοριτσιού, σαν να φοβάται μην την χάσει. Σε εκείνο το όνειρο, άλλωστε, κρατά στα χέρια του ό,τι πολυτιμότερο έχει, τον ίδιο τον έρωτα, με τη μορφή του κοριτσιού. 
Δυο γυναίκες, γύρω στα πενήντα που περνούν από μπροστά, τους κοιτούν και κουνούν το κεφάλι. Ακούω τη μία να παραμιλά για το λάθος που κάνουν οι σημερινοί νέοι να δίνονται με τόσο πάθος στον έρωτα. Έπειτα, με κοιτά, λες και περιμένει την έγκρισή μου για το σχόλιό της (σώθηκε, τώρα). 
Θέλω να της απαντήσω ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους είναι τόσο μικρή, που ούτε το φαντάζεται. Καλύτερα, ωστόσο, μια ζωή γεμάτη από ένα λάθος, παρά μια ζωή όπου το πάθος έχει εκλείψει. 
Τελικά, δεν λέω τίποτα. Νιώθω πως δεν έχει νόημα. Ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να αισθανθεί το μεγαλείο του έρωτα, στα δικά μου μάτια, είναι κενός, έτσι κι αλλιώς. 
Παίρνω την τσάντα μου και αφήνω το παγκάκι που φιλοξένησε εμένα και τις σκέψεις, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στα νερά της λίμνης. Καθώς φεύγω, ένα άλλο ζευγάρι δίπλα μου λογομαχεί με πάθος. 
Τόσο ίδιες, τόσο διαφορετικές κάποιες έννοιες...