(Γυναίκα ξυπνάει από ύπνο και στέκεται μπροστά σε καθρέφτη.
Η όψη της δείχνει κουρασμένη παρότι
κοιμόταν).
Ποια είναι αυτή που με κοιτάει μέσα απ’ τον καθρέφτη; Τα
ξέρω αυτά τα μάτια. Κάποιαν μου θυμίζουν, μα όχι αποκλείεται. Αυτή, πέθανε καιρό
πριν. Χάθηκε στου χρόνου τη σκόνη. Ήταν μια γυναίκα που πάντοτε έδινε δίχως να
ζητά, δίχως να παίρνει. Μόνο έδινε και έδινε και έδινε… Μέχρι που μια μέρα δεν
άντεξε άλλο και έφυγε… Πού πήγε; Τι
σημασία έχει… Άλλωστε, δεν νομίζω πως έλειψε σε κανέναν, πραγματικά… Και τώρα; Λέτε να γύρισε; Όχι, δεν μπορεί να
γύρισε. Ήταν πεθαμένη και οι νεκροί δεν ανασταίνονται.
(Φέρνει το δάχτυλο στο στόμα να γίνει ησυχία και γυρνά προς
το κοινό)
Ακούσατε κι εσείς ό, τι
κι εγώ; Νομίζω πως είναι η γυναίκα. Επέστρεψε, μα αναρωτιέμαι τι να
έμαθε τόσο καιρό ζώντας ανάμεσα στους νεκρούς…
(Ξαναπηγαίνει στον καθρέφτη)
Μήπως, τελικά, αυτή η γυναίκα
στέκεται και με κοιτά με βλέμμα απορημένο; Μήπως ψάχνει την αλήθεια ανάμεσα σε
καπνούς και καθρέφτες; Μα, στην αντίπερα
όχθη πώς να περάσεις αν ο καθρέφτης σου είναι ραγισμένος και δείχνει την
αλήθεια παραμορφωμένη; Αλήθεια, μήπως δεν φταίει ο καθρέφτης, αλλά εσύ; Εσύ,
γυναίκα, επέλεξες να κλείσεις τα μάτια όταν όλα γύρω σου κραύγαζαν πως είναι
ψέμα...
Και λίγο-λίγο, την έχτιζες γυναίκα
τη φυλακή σου. Ψηλή, απόρθητη, απροσπέλαστη… Κάθε μέρα κι ένα λιθαράκι. Κάθε μέρα που δεν
έλεγες τίποτα απ’ όσα αισθανόσουν, έκανες πιο ισχυρά τα θεμέλιά της. Κάθε μέρα
που περνούσε δίχως να απαιτείς την αγάπη που σου άξιζε, έκανες τη φυλακή
απόρθητη. Μέχρι που μια μέρα κατάλαβες πως δεν μπορείς να
δραπετεύσεις… Πως μόνη σου έφτιαξες τη
φυλακή σου και έβαλες δεσμώτες όχι ξένους, αλλά τον ίδιο σου τον εαυτό… Kαι ήταν αυτή η φυλακή, ο
θάνατός σου… Γιατί ο θάνατος έχει πρόσωπα πολλά, ενίοτε φορά μάσκες και
παραφυλά όχι μόνο στα σκοτάδια και στις σκιές, μα και στο φως… Είναι που
κάποιες φορές, το φως δεν είναι αρκετά δυνατό και εύκολα σβήνει…
Πώς να βγεις γυναίκα από μια
φυλακή που εσύ επέλεξες για σένα; Δεν το καταλάβαινες στην αρχή, ούτε καν όταν
τα τείχη υψώνονταν πάνω από σένα… Μέχρι
που κατάλαβες πως κλειδώθηκες μέσα με τα κλειδιά ξεχασμένα σε μια παλιά σου
τσάντα… Ξέρεις, από εκείνες τις
δερμάτινες, τις ακριβές που όλο φινέτσα κρατούσες στα χέρια και όλοι έλεγαν πως
η γυναίκα περνάει όμορφη και λαμπερή… Κανείς δεν ήξερε πως η γυναίκα δεν ήταν
άφθαρτη και είχε ψυχή. Το είχαν ξεχάσει γιατί εσύ τους το επέτρεψες. Άφησες να
πιστεύουν όλοι πως όπως η δερμάτινή σου τσάντα έτσι κι εσύ δεν παθαίνεις
τίποτα. Και δεν είδε κανείς ποτέ πως το όμορφο νεανικό σου πρόσωπο ήταν η μάσκα
που φορούσες μόνιμα, μην τύχει και κακοκαρδίσεις κανέναν, μην τύχει και
καταλάβουν όλοι πως δεν είσαι παγωμένη βασίλισσα σε θρόνο, αλλά κοινή θνητή.
Άνθρωπος με αισθήματα και ψυχή
που πονάει, κλαίει, γελάει, υποφέρει, ξεχνάει, μα έχει κι ανάγκη από
αγάπη… Ένας άνθρωπος σαν όλους τους
όλους… Που έχει ανάγκη μια καλημέρα το πρωί και μια γλυκιά καληνύχτα να
συντροφεύει τα όνειρά του το βράδυ… Γυναίκα, κάποτε τα ξέχασες όλα αυτά… Ξέχασες
ποια πραγματικά είσαι, τι πράγματι θες…
Καταπίεσες επιθυμίες και θέλω…
Μόνο τα πρέπει έμειναν στην επιφάνεια… Όλα τα έθαψες μέσα σου και μαζί τους, εσένα… Και τώρα, τι έμεινε πίσω; Το φάντασμα μιας
ύπαρξης να στοιχειώνει το παρόν σου. Κοιτάς μες στον καθρέφτη και ξέρω γυναίκα, ψάχνεις τον εαυτό σου… Ένα ζευγάρι γνώριμα μάτια να σου γνέψουν πως
είναι ακόμα εδώ.
Πήγαινε… Έλα, πήγαινε… Μην με
κοιτάς άλλο με αυτά τα μάτια τα παράλογα οικεία. Τρέξε… Προλαβαίνεις, σου λέω.
Μπορείς να γκρεμίσεις τη φυλακή, μα οι δεσμώτες δεν θα σε αφήσουν να ξεφύγεις
εύκολα… Στο λέω να το θυμάσαι, γιατί ο δρόμος δεν είναι πάντα όπως τον είχαμε
φανταστεί, τότε, όταν ξεκινούσαμε εκείνο το ταξίδι… Ξέρεις, από τα ταξίδια
εκείνα που μοιάζουν με ανέμελες εκδρομές και από αλλού ξεκινούν κι αλλού καταλήγουν…
Μα είναι φορές που σου αρκεί η διαδρομή, το
ταξίδι…
Είσαι, γυναίκα, έτοιμη να ξεκινήσεις
ένα ταξίδι; Έτσι, θα είναι το γκρέμισμα της φυλακής… Ταξίδι που στο δρόμο σου θα
φέρει Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες… Και θα’
ναι πολλοί εκείνοι που θα πάρουν την μορφή μιας Καλυψούς να σε αποτρέψουν από
το γκρέμισμα της φυλακής. Εσύ, γυναίκα, πρέπει να παλέψεις με όλους αυτούς και
θα’ ναι στιγμές που η μάχη θα μοιάζει άνιση. Εσύ ενάντια σε όλους, μα
περισσότερο ενάντια σε σένα… Θα το αντέξεις;
(Η γυναίκα κοιτάζει ολόγυρα.
Κοιτάζει τα τσαλακωμένα από τον ύπνο ρούχα της και χτυπάει με δύναμη τον
καθρέφτη να πέσει κάτω, να σπάσει. Κοιτά το κοινό).
Πένθιμε ενιαυτέ μου, φτάνει πια.
Πόνεσες, έκλαψες, θρήνησες. Φτάνουν οι στάχτες και τα αποκαΐδια. Καιρός να
αναστηθείς. Δεν ξέρω αν ποτέ θα φτάσω στον προορισμό μου, μα ξέρω πως σε ξένα
παπούτσια δεν χώρεσε ποτέ κανείς…
Ένας θεατρικός μονόλογος που γράφτηκε για την αγαπημένη φίλη, ποιήτρια και ζωγράφο, Μαίρη Γκαζιάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου