Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

''Το μυστικό των αλόγων'' με τα μάτια της Βένης Παπαδημητρίου

Natasa Goutzikidou A, τελείωσα σήμερα το βιβλίο σου...
Η γραφή σου μου άρεσε πάρα πολύ. Το θέμα του βιβλίου, μου άρεσε επίσης. Τελικά, τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται... 
Όλοι οι άνθρωποι κρύβουν κάποιο μυστικό, βαθιά κρυμμένο ... 
Μα πάντα, κάτι θα βγει στην επιφάνεια.. 
Το μίσος και η κακία, μεταξύ αδελφών... 
Η δύναμη και η θέληση, να μάθει την αλήθεια, η Άννα...
Τα μεταφυσικά, που τα πιστεύω, ως ένα βαθμό φυσικά...
Γενικά, τα μηνύματα είναι πολλά, που θα εισπράξει ο αναγνώστης, με το ταξίδι, μέσα από την πλοκή του βιβλίου σου...
Η μετάνοια, η συγχώρεση...
Οι τύψεις...
Θα πρέπει να εμβαθύνεις στα συναισθήματα του ανθρώπου.
Αν δεν μπορείς να πιάνεις τα εσωτερικά μηνύματα, δεν θα καταλάβεις το βιβλίο με τίτλο "Το μυστικό των αλόγων", αναγνώστη...
Νατάσα, σε ευχαριστώ για το ταξίδι.....
Πάμε για τα επόμενα, σιγά- σιγά...


Βένη Παπαδημητρίου, δημοσιογράφος

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Σαν Τοσοδούλα

Βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα, από την αίθουσα  όπου για λίγο είχαν στεγαστεί η επιτυχία και τα όνειρά της ή έτσι νόμιζε. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι ήταν εκεί να την επιβραβεύσουν για τους κόπους της, για όλα όσα είχε πετύχει. Προτού αποχωρήσει, λίγο πριν τα δάκρυα στα μάτια της σχηματίσουν ποταμούς που δεν ήθελε να φανερωθούν στον κόσμο, στάθηκε και κοίταξε ένα-ένα τα πρόσωπα των καλεσμένων της. Πρόσωπα οικεία και γνωστά που κατά καιρούς είχαν μοιραστεί μαζί της στιγμές, αλλά σήμερα δεν σήμαιναν τίποτα απολύτως για εκείνη.
         Έβγαλε τα παπούτσια, κράτησε το μακρύ της φόρεμα στη μια της χούφτα και άρχισε να περπατάει καταμεσής του δρόμου ενώ η βροχή που έπεφτε ήσυχη ώρα τώρα αυλάκωνε το πρόσωπό της και γινόταν ένα με τα δάκρυά της. Ένας περαστικός την κοίταξε παραξενεμένος, μάλλον την είχε περάσει για αλλόφρων. Τι σόι λογικός άνθρωπος άλλωστε θα περπατούσε ξυπόλητος στον δρόμο φορώντας ένα ακριβό φόρεμα με όμορφα κοσμήματα στον λαιμό και στο χέρι; Μόνο ένας άλογος  θα το έκανε και απόψε, αισθανόταν ότι ήταν πολύ κοντά στον παραλογισμό.
           Κάθισε στα σκαλοπάτια μιας μονοκατοικίας. Τα παράθυρά της ήταν κλειστά και κανένα φως ή ίχνος ζωής δεν φανερωνόταν στο εσωτερικό της. Σκοτάδι παντού και μοναξιά, όπως ακριβώς και στην ψυχή της. Προσπάθησε για μια στιγμή να αναλογιστεί πως ήταν η ζωή της όλα αυτά τα χρόνια. Να μετρήσει τα σωστά της, να μετρήσει και τα λάθη της. Να δει πού έφταιξε και τι έκανε στραβά. Να ανασύρει από τη μνήμη της τους ανθρώπους που ήρθαν και τη γκρέμισαν, που τους άφησε να την γκρεμίσουν κι εκείνους που της άπλωσαν το χέρι όταν ο κόσμος έμοιαζε το πιο άσχημο μέρος στον πλανήτη.
               Σαν ταινία ο χρόνος και οι σκέψεις και αρκούσε μία μόνο στιγμή για να συνειδητοποιήσει πως δεν μετάνιωνε για τίποτα απ’ όσα είχε πράξει, πως αγαπούσε τα λάθη της όσο και τα σωστά της κι ας ήταν περισσότερα στη ζωή της.  
          Καθώς η βροχή έπαιρνε να κοπάσει, σηκώθηκε να φύγει και τότε το θυμήθηκε, το μικρό σκαλιστό ανθρωπάκι που της είχε κάνει δώρο η θάλασσα μια βραδιά σαν αυτήν. Μια βραδιά που ένιωθε πως είχε χάσει ό,τι πολυτιμότερο είχε: τον εαυτό της. Το ξέβρασε το κύμα σχεδόν στα πόδια της. Είχε μια επιγραφή στη βάση του. «Να σε προσέχεις σαν να κρατάς ένα μωρό στη χούφτα σου». Το θεώρησε Θείο Δώρο. Έτσι έπρεπε να έχει τον εαυτό της, σαν μωρό και να θυμάται να το κανακεύει πότε-πότε- κάτι που είχε ξεχάσει από καιρό. Μόνο να τον ‘μαστιγώνει’ ήξερε πια. Να του ζητάει να γίνει καλύτερος, τέλειος ξεχνώντας ότι την τελειότητα την αγγίζουν μόνο οι θεοί- παρότι και αυτοί ακόμα κουβαλούν πάντα τα ψεγάδια της ανθρώπινης ψυχή τους.
              Πήρε ξανά τα ακριβά παπούτσια της στο χέρι και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Μπροστά σε μια μεγάλη λακκούβα από νερό, είδε την αντανάκλαση του ειδώλου της. Χαμογέλασε ενώ στο χέρι της έσφιγγε το ανθρωπάκι. Στην πραγματικότητα, κανάκευε τον εαυτό της.
Περπάτησε μέχρι την αίθουσα όπου λάμβανε χώρα η σπουδαία εκδήλωση προς τιμή της. Οι περισσότεροι σάστισαν βλέποντάς την σε αυτά τα χάλια. Χάλια για τους άλλους, σωστά για εκείνη. Ήταν επιτέλους ελεύθερη, σαν η βροχή να την εξιλέωσε…


ΥΓ. Κάκια Ξύδη, σ' ευχαριστώ που χωρίς να το ξέρεις- έπειτα από μια κουβέντα μας- με ενέμπνευσες να γράψω αυτό το κείμενο.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Όλα είναι αγάπη

Η εικόνα του πέρασε τυχαία σήμερα το απόγευμα από το μυαλό μου όταν σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό από το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου μου. Είχα χρόνια να τον σκεφτώ, άλλωστε όταν τον συνάντησα πρώτη φορά ήμουν έφηβη, γύρω στα 14-15. 
Ήταν ένας συμπαθητικός γεράκος που κατά μία περίεργη σύμπτωση μου θύμιζε τον παππού μου, αυτόν στον οποίο πάντα είχα αδυναμία. Λίγο το γεγονός ότι ο θάνατός του ήταν σχετικά πρόσφατος, λίγο η ομοιότητα στην εξωτερική τους εμφάνιση αλλά κυρίως η ευγένεια του χαρακτήρα του, μου τράβηξαν την προσοχή.
Δεν έκανε τίποτα, δεν ενοχλούσε κανέναν. Μόνο περιδιάβαινε τα στενά της μικρής μας πόλης μαζεύοντας τα κουτάκια από τα αναψυκτικά. Δεν ζούσε στον δρόμο, ούτε το έκανε για λόγους επιβίωσης όπως ίσως βιαστεί να σκεφτεί κάποιος. Αντιθέτως, είχε τα πάντα. Σπίτι, οικογένεια και μια μικρή σύνταξη. Τα τενεκεδάκια τα πουλούσε από συνήθεια, για να μην κάθεται στο σπίτι. Δεν ήθελε να νιώθει γέρος, αγαπούσε τη ζωή. Ένιωθε καλά, υγιής και δυνατός και ήθελε να ασχολείται με κάτι στον τόσο ελεύθερο χρόνο του. Ό,τι κέρδιζε από την πώλησή τους- αυτά τα λίγα- τα έδινε στα εγγόνια του.
Περνούσε συχνά από τη γειτονιά μας και η μητέρα μου του γέμιζε μια σακούλα από δαύτα. Κρίμα δεν ήταν να καταλήξουν στον κάδο των αχρήστων; Άλλωστε, τον είχαμε μάθει. Τον είχαμε και μας είχε οικειοποιηθεί. Κατά  μία έννοια, ήταν πια δικός μας άνθρωπος.
Από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα, μου έκανε εντύπωση η ευγένεια, η απλότητα και ο γλυκός του λόγος. Δεν ζήτησε ποτέ τίποτα, μόνο εκείνα τα τενεκεδάκια όταν μας περίσσευαν. Κι ενώ θεωρητικά εγώ ήμουν η πλευρά που έδινε, στην πραγματικότητα εκείνος ήταν ο γενναιόδωρος γιατί μοιραζόταν τη σοφία της ζωής που τελικά πηγάζει ολάκερη από την αγάπη. 
Την αγάπη για ό,τι κάνουμε, την αγάπη για τους δικούς μας ανθρώπους, την αγάπη για ζωή...
Ένα πρωί δεν φάνηκε  ξανά...

Εις μνήμη

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Η Γεωργία Ρετετάκου για το ''Βροχή πάνω στην πέτρα''

Η Γεωργία Ρετετάκου (αναγνώστρια) γράφει για το μυθιστόρημά μου, ''Βροχή πάνω στην πέτρα'' στην λογοτεχνική ομάδα του Facebook ''ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΙΟ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ'' και μου χαρίζει χαμόγελα. 


Ένα ταξίδι στην Κρήτη! Μια ιστορία αλλόκοτη που αναγκάζει ένα παιδί τον Μίνωα, στα 12 να αφήσει το χωριό του, την οικογένεια του και την παιδική του φίλη Μάγια και να εγκατασταθεί στην Αθήνα! Το βιβλίο μας οδηγεί με γλαφυρές όμορφες περιγραφές συναισθημάτων στην πορεία των δυο παιδιών του Μίνωα και της Μάγιας με αναδρομές στο παρελθόν μέχρι την λύση του μυστηρίου! Το βιβλίο τα έχει όλα! Όμορφες περιγραφές ωραία πλοκή, αγωνία μέχρι τέλους! Πόλεμο, βεντέτα, έρωτα μίσος που σε όλο το βιβλίο ψάχνουμε απο πού πηγάζει! Οι ήρωες περνάνε δια πυρός και σιδήρου για να αποδείξουν ότι η αγάπη και η υπομονή είναι τα στοιχεία που δίνουν την δύναμη στον άνθρωπο να αντέξει για να φτάσει στο τέρμα! Το καινούργιο πόνημα της Natasa Goutzikidou A μας παρασέρνει σε μια ιστορία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα! Σε ένα τόπο που εγώ λατρεύω! Σε σημεία που θα ήθελα να μην είναι απλά στην μυθοπλασία του βιβλίου για να μπορέσω κάποτε να τα επισκεφτώ!