Γύρισα όλον τον κόσμο αναζητώντας το τέλειο, εκείνο που θα
γαληνέψει την ψυχή μου και θα με κάνει να ονειρευτώ έναν κόσμο από την αρχή.
Στα ταξίδια μου είχα συνοδοιπόρο άλλοτε
το φεγγάρι και άλλοτε τον ήλιο. Πότε με βροχή και πότε με ξαστεριά, περπατούσα
σε μονοπάτια που δεν είχα βρεθεί ξανά χωρίς να ξεχνάω τον σκοπό μου. Είδα
θάλασσες και ψηλά βουνά, αλμύρα και χιόνι, πόλεις που μύριζαν τα χνώτα τους από
την ανθρώπινη παρουσία και συνέχιζα να περπατώ, συνέχιζα να περιπλανιέμαι γιατί
τίποτα δεν ήταν ικανό να ημερέψει το
πλάσμα μέσα μου. Τίποτα δεν ήταν ικανό να γητέψει το είναι μου ώστε να με
πείσει πως είναι το τέλειο. Μέχρι που μια νύχτα, κουρασμένη από την αναζήτησή μου,
ξαπλωμένη σ’ ένα ξέφωτο, είδα το φεγγάρι να ανατέλλει και ήταν ό,τι πιο όμορφο
είχα αντικρίσει ποτέ. Με πήρε το ξημέρωμα κοιτάζοντάς το να σεργιανίζει στο
ουράνιο στερέωμα. Έπειτα, ήρθε η αυγή και ήταν ακόμα πιο μοναδική. Τα μάτια μου
σχεδόν δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω της. Ύστερα, ο ήλιος ανέβηκε ψηλά
και έκανε τον κόσμο φωτεινό, τόσο φωτεινό που απέμεινα να τον κοιτάζω μέχρι που
νύχτωσε. Τότε μόνο κατάλαβα πόσο καιρό έχασα άδικα αναζητώντας την τελειότητα,
τη ζούσα αλλά δεν το καταλάβαινα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου