Την Κυριακή 23 Μαίου και ώρα 19:30 μμ πραγματοποιήθηκε η επίσημη παρουσίαση του τρίτου μου μυθιστορήματος με τίτλο ''Της φωτιάς και του έρωτα'' στο βιβλιοχώρο Έναστρον. Η βραδιά κύλησε πολύ όμορφα και σε αυτό συνέβαλλε σημαντικά ο ιδιαίτερα φιλόξενος χώρος του Έναστρον, μα κυρίως οι αγαπημένοι φίλοι που με πλημμύρισαν με την αγάπη τους! Για το βιβλίο μίλησαν η συγγραφέας Τέσυ Μπάιλα- Βενετούλη, η Έφη Βαρδάκη και ο επιμελητής του βιβλίο.
Παραθέτω την ομιλία μου σχετικά με το βιβλίο...
"Ποτέ δεν ξέρεις τι θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το επόμενο βιβλίο σου. Ίσως είναι ένα τραγούδι ή ένα συναίσθημα που γέννησε με τη σειρά του μια εικόνα αγαπημένη και πλημμύρισε τα μειλίχια της ψυχής. Ρίζωσε βαθιά μέσα σου και σε έκανε να ονειρευτείς. Στην περίπτωση της «Φωτιάς και του έρωτα» ήταν η ιστορία που μου διηγήθηκε η αγαπημένη φίλη Έφη Βαρδάκη και αφορούσε στη Μικρασιάτισα γιαγιά της και όσα εκείνη βίωσε κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η σκέψη της γιαγιάς Παρής και της δύναμης που έκρυβε μέσα της, το πώς αυτή η γυναίκα στάθηκε στα πόδια της και έστησε μια ζωή από την αρχή σε έναν τόπο αφιλόξενο για εκείνη, συντρόφευσαν τη γραφή μου και παράλληλα αποτέλεσαν ένα πολύτιμο μάθημα ζωής, μια σπουδαία διδαχή πως ο άνθρωπος όλα τα μπορεί, αρκεί να οπλιστεί με θάρρος και υπομονή.
Στόχος μου δεν ήταν να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα εμμένοντας αποκλειστικά στα γεγονότα της περιόδου αλλά να περιγράψω μέσα από μυθοπλαστικά στοιχεία τον αγώνα των ανθρώπων που επέζησαν για επιβίωση. Αυτό που πραγματικά με συγκλόνισε σε όσες μαρτυρίες διάβασα, γιατί η συγγραφή του συγκεκριμένου έργου ήταν ίσως πιο απαιτητική από οποιαδήποτε άλλη φορά, ήταν το γεγονός πως οι άνθρωποι αυτοί, σαν άλλος φοίνικας, κατόρθωσαν να ξαναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες τους με μοναδικό εφόδιο την ίδια την ελπίδα που κρατήθηκε ζωντανή μέσα τους.
Κατόρθωσαν να στήσουν μια καινούργια ζωή ουσιαστικά πάνω σε συντρίμμια με μέσα πενιχρά αλλά με όρεξη και διάθεση για δημιουργία. Κάθε ήρωας αυτού του βιβλίου καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα ιστορικά γεγονότα αλλά κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό, να σταθεί με περηφάνια απέναντί του και να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες. Πάνω από όλα όμως, καλείται να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, να τη διεκδικήσει και να την κερδίσει. Από ποιον να τη διεκδικήσει; Μα από το ίδιο του το είναι, την ίδια του την ύπαρξη.
Η προσφυγιά και ο ξεριζωμός από την εστία σου ακούγονται έννοιες τρομαχτικές, μα ακόμα περισσότερο τρομαχτικό είναι να τις βιώνεις. Προσπάθησα να μπω στη θέση αυτών των ανθρώπων, να νιώσω ό, τι ένιωσαν, να αφήσω πίσω μου ό, τι άφησαν και το συναίσθημα ήταν πραγματικά οδυνηρό. Από τα συναισθήματα εκείνα που εύχεσαι ποτέ να μην βιώσεις, από τα συναισθήματα που δεν θες να γνωρίσεις. Όμως οι άνθρωποι αυτοί άντεξαν, τα κατάφεραν και αυτή τη θέληση είναι που θέλησα να αποδώσω όσο πιο παραστατικά μπορούσα με την όποια δύναμη μπορεί να κρύβει η πένα μου.
Λίγο πριν το τέλος δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον τίτλο του βιβλίου. Από τη μία η φωτιά, στοιχείο της φύσης, τρομαχτικό αλλά συνάμα με μια γοητεία παράξενη και από την άλλη ο έρωτας, στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, ίσως το ισχυρότερο κομμάτι της ύπαρξής μας. Δυο στοιχείο με ένα κοινό χρώμα να τα ενώνει: το κόκκινο του πάθους και της έντασης. Όταν συναντηθούν, τότε το αποτέλεσμα είναι ορμητικό σαν χείμαρρος, τότε το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο με τίτλο «Της φωτιάς και του έρωτα».
Ακολούθησαν ευχαριστίες.
Αντίστοιχα, η Τέσυ Μπάιλα- Βενετούλη έγραψε...
«Μόνο η γιαγιά Σουλτάνα έστεκε σιωπηλή δίπλα στο παράθυρο. Το βλέμμα της ήταν συννεφιασμένο και η ψυχή της ανταριασμένη. Το όνειρό της ήταν σημαδιακό. Εκείνη ήξερε. Είχε μεγαλώσει μαθαίνοντας να αναγνωρίζει τα σημάδια όταν εκείνα της παρουσιάζονταν και το χτεσινοβραδινό όνειρο ήταν προφητικό. Τέχνη πανάρχαια η αναγνώριση των οιωνών, την είχε διδαχθεί όταν ήταν πολύ νέα από τη μάνα της και δεν μπορούσε να την αγνοεί, παρά τα σχόλια των θυγατέρων της που ακολουθούσαν νέα εποχή.
Μια πόλη τυλιγόταν στις φλόγες, φωνές και ουρλιαχτά ξεχύνονταν σα χείμαρρος που με τα ορμητικά νερά του παρέσερνε τα πάντα στο διάβα του. Όχι, δεν ήταν ένας άσημος Ηρόστρατος αυτός που έβαλε τη φωτιά, για να κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της ιστορίας. Όχι! Αυτή η φωτιά ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό, ανεξέλεγκτο, τόσο τρομακτικό και βίαιο που το αίμα πάγωσε προς στιγμήν στις φλέβες της Σουλτάνας».
Κάπως έτσι, ξεκινά το νέο μυθιστόρημα της ΝΑΤΑΣΑΣ ΓΚΟΥΤΖΙΚΙΔΟΥ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ. Μια αγάπη παίρνει φωτιά την ώρα που μια πόλη καίγεται και η λαίλαπα της ιστορίας χαράζει στη ζωή των πρωταγωνιστών της ανεξίτηλα τα σημάδια της. Ένα όνειρο που προοικονομεί την εξέλιξη μιας αναπόφευκτης τραγωδίας και οι μνήμες θα ανακατευτούν από τότε και για πάντα με τις στάχτες χωρίς να μπορέσουν ποτέ να γίνουν αποκαΐδια στην ψυχή ενός ολόκληρου λαού.
Βρισκόμαστε στα 1922. Μια γυναίκα, η Σουλτάνα ονειρεύεται την καταστροφή της Σμύρνης και απεγνωσμένα ξεκινά μια μάταιη προσπάθεια να πείσει την οικογένειά της να εγκαταλείψει την πόλη αυτή, πριν ξεσπάσει το κακό. Κανείς δεν την ακούει. Η καταστροφή έρχεται καλπάζοντας αλλά όλοι επιμένουν να αγνοούν την αλήθεια και τις εκκλήσεις της Σουλτάνας, συνεχίζοντας την ζωή τους.
Η δίνη των γεγονότων που σάρωσαν την Ελλάδα και οδήγησαν σε μια άλλη πραγματικότητα τη σύγχρονη ιστορία θα βρει τους κατοίκους της Σμύρνης απροετοίμαστους και την οικογένεια της Σουλτάνας τυλιγμένη στην καταστροφική της μανία.
Η Ελλάδα του ξεριζωμού και των χαμένων πατρίδων ζωντανεύει για άλλη μια φορά στις λογοτεχνικές σελίδες, καθώς η ιστορική γνώση που παρατίθεται από τη συγγραφέα αποδεικνύει την άριστη σχέση της με το συγκεκριμένο ιστορικό αντικείμενο, γεγονός που σηματοδοτείται από μια βαθειά μελέτη της περιόδου αυτής αλλά και από πληροφορίες που συνέλεξε για την καθημερινή ζωή της εποχής.
Αν είναι αλήθεια η διαπίστωση ότι κάθε συγγραφέας έχει ένα εντελώς προσωπικό του τρόπο, με τον οποίο συνδιαλέγεται με ένα θέμα για να το αναδείξει ως λογοτεχνικό έργο, τότε η Νατάσα Γκουτζικίδου, διαλέγει να σφυρηλατήσει τους ήρωες της αφουγκραζόμενη την οδύνη τους και με την διεισδυτική της ματιά να καταδείξει την ιστορική μνήμη που αναπόφευκτα θα στοιχειώνει τη ζωή τους για πάντα.
Με πρωταγωνιστή έναν έρωτα, που ανολοκλήρωτος έμεινε να αιωρείται στην καρδιά της Κρίνας, οι χαρακτήρες του έργου μάχονται να ισορροπήσουν και να επιβιώσουν. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον, μέσα από την προσωπική εξέλιξη των ηρώων, ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας, όπως αυτή γράφτηκε από τη Μικρασιατική καταστροφή και τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς ενός ξεριζωμένου και πληγωμένου λαού. Οι ευρηματικές ανατροπές καθηλώνουν κυριολεκτικά τον αναγνώστη, ενώ το τέλος θα δώσει για άλλη μια φορά στη ζωή την ευκαιρία να ολοκληρώσει τον κύκλο της.
Για όποιον έχει παρακολουθήσει τη συγγραφική πορεία των τριών βιβλίων της κ. Γκουτζικίδου είναι φανερή η εξέλιξη της συγγραφικής της ωριμότητας, καθώς το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μια νέα λογοτεχνική της εμφάνιση που αναιρεί το ύφος των προηγούμενων. Από την επιφάνεια της πεζογραφικής γραφής η Νατάσα περνά σε μια συγκαλυμένη ποιητική εκφορά του λόγου, και καταφέρνει να στήσει το θέμα της με μια ισχυρή ισορροπία. Το μελαγχολικό κλίμα της καταστροφής μιας ολόκληρης πόλης και μαζί της μιας ολόκληρης γενιάς ονείρων ανατρέπεται, μετατρέποντας σε αισιοδοξία ζωής τη οδύνη ενός αφανισμού.
Με λόγο λιτό αλλά ακριβή και συνάμα τόσο μεστό, η συγγραφέας καταφέρνει να επικοινωνήσει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της μ’ έναν καίριο και άμεσο τρόπο. Η κορύφωση της συγκινησιακής φόρτισης γίνεται με την περιγραφή συγκλονιστικών εικόνων, που συχνά συνταράζουν τον αναγνώστη, χωρίς ποτέ να γίνονται μελό ή να περιττολογούν. Εντυπωσιακός άλλωστε είναι και ο τρόπος που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τους χώρους της συγγραφικής της πραγματικότητας, δημιουργώντας μια εικόνα γεωγραφικά προσανατολισμένη στα τοπία της μνήμης όσων τα βίωσαν αλλά και όσων τα γνώρισαν μέσα από τις σελίδες της Ιστορίας ή τις αφηγήσεις των προγόνων τους. Ο χρόνος στο έργο αυτό που εξελίσσεται γραμμικά είναι η γενετική μήτρα της αφήγησης, αλλά και των εκφραστικών πηγών που η συγγραφέας επιλέγει για να δημιουργήσει το κλίμα του έργου και μια καταβύθιση στον ψυχισμό των ηρώων της.
Στο βιβλίο της αυτό η Νατάσα Γκουτζικίδου μας καλεί και πάλι σε ένα ταξίδι στη χαμένη πατρίδα της Σμύρνης, συνθέτοντας εκ νέου όμως την εικόνα του τέλους της, σε μια προσπάθεια να δείξει τη σημασία του στην εξέλιξη μιας νέας αρχής. Η πλοκή εξελίσσεται σταδιακά. Άλλωστε το παρελθόν επιστρέφει πάντα να σκαλίσει τις μνήμες και να διεκδικήσει τη θέση του, αναζωπυρώνοντας τις στάχτες της προσφυγιάς, στη ζωή των ηρώων. Σταδιακά, γίνεται ο πυρήνας μιας ολόκληρης αναμέτρησης με την ελπίδα, που θα διεκδικήσει το τέλος της ιστορίας. Η συγγραφέας εξάλλου δεν αρκείται στην απλή παρουσίαση και καταγραφή της ιστορίας, αλλά με γνώμονα ένα κοινωνικό, ιστορικό και συγκινησιακό πλαίσιο, μεταβάλλει την ιστορία της σε έναν μικρόκοσμο, στον πυρήνα του οποίου κινείται ένας ολόκληρος κόσμος ηθικών αξιών.
Έννοιες όπως αγάπη, έρωτας, χρέος, πάθος, πόνος, θάνατος και τελικά λύτρωση και αξία της ζωής εμπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι αισθήσεων, το οποίο στροβιλίζεται σε όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας, για να ξεδιπλωθεί στο τέλος, αποκαλύπτοντας μιαν άλλη αλήθεια. Την αλήθεια όσων προτιμούν πάντα τη ζωή, τον έρωτα, τη χαρά, από τη θλίψη μιας αναπόδραστης μοίρας. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του βιβλίου οι ήρωες ανακαλύπτουν ότι η συνέχεια της ζωής και των ονείρων νοηματοδοτούν την προσωπική μας αλήθεια για πάντα.
« Μεγάλη κουβέντα το πάντα».
«Μεγάλη για εκείνον που δεν την εννοεί».
«Πόσο μπορεί να διαρκέσει ένα πάντα;» αναρωτιέται η πρωταγωνίστρια στο τέλος του βιβλίου, για να λάβει την απάντηση: «Θα το κάνουμε να διαρκέσει για όλη μας τη ζωή, όσο χρειαστεί».
Αντίθετες μεταξύ τους έννοιες όπως το φως και το σκοτάδι. Η αρχή και το τέλος. Η δύση και η ανατολή, ο θάνατος και η ζωή, ή καλύτερα η φωτιά και ο έρωτας αναμειγνύονται συνεχώς μέσα στις σελίδες του βιβλίου, σε μια πάλη μεταξύ τους για το ποια θα επικρατήσει. Και ο αναγνώστης μένει να αναμετρά τον προσδιορισμό των ηθικών αξιών τους. Και να ανακαλύψει έτσι ότι, όση φωτιά και να κάψει ένα όνειρο, ο έρωτας θα του δώσει και πάλι ζωή, γιατί η δύση δεν είναι πάντα το σκοτεινό τέλος μιας μέρας αλλά η ώρα που κατασταλάζει το φως και μας επιτρέπει να δούμε καλύτερα τα πράγματα μέσα στις αντιθέσεις του.
Προσωπικά θα ήθελα να ευχαριστήσω την Νατάσα Γκουτζικίδου και τον εκδότη κ. Αλιπράντη που μου εμπιστεύτηκαν την παρουσίαση του βιβλίου αυτού και να τους ευχηθώ να είναι καλοτάξιδο!
Μια συγκινητική βραδιά στο ΕΝΑΣΤΡΟΝ! οι μνήμες μιας χαμένης πατρίδας μας συγκίνησαν και γέμισαν το χώρο με ευαισθησία και εικόνες από μια πόλη που χάθηκε στις φλόγες΄κι έναν έρωτα που τόλμησε να ζήσει μέσα από τις στάχτες της!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλοτάξιδο και πάλι Νατάσα μου
Κι από μένα πολλές ευχές, καλοτάξιδο ναναι το βιβλίο σου Νατάσα μου κι ευλογημένο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέσυ μου είσαι μια εκπληκτική ομιλήτρια! Σε ευχαριστώ πολύ για το ξεχωριστό χρώμα που προσέδωσες με την παρουσία σου!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣμαραγδή μου σε ευχαριστώ πολύ για τις ευχές!