Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό,
ένα χωριό χτισμένο σε ένα ύψωμα ν’ αγναντεύει τον κάμπο. Οι κάτοικοί του
δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια. Τα χέρια τους γέμιζαν ρόζους από το φτυάρι και
τον κασμά, αλλά δεν τους ένοιαζε. Ένιωθαν ευτυχία σαν έβλεπαν τους κόπους μιας
ολόκληρης χρονιάς να ανταμείβονται. Ένιωθαν ευτυχία βλέποντας το στάρι να
χρυσίζει στο φως του ήλιου, σημάδι πως η προσπάθειά τους είχε καρποφορήσει,
όπως και ο σπόρος. Χαμογελούσαν τα κουρασμένα μάτια των γερόντων όταν έβλεπαν
το καλαμπόκι να θεριεύει, έτοιμο να δώσει τα προϊόντα του και ένιωθαν
ευγνωμοσύνη απέναντι στο ποτάμι.
Το ποτάμι που κρυβόταν από τα
μάτια των περαστικών πίσω από τα μεγάλα δέντρα. Το φανέρωνε, όμως, το σφύριγμά
του κάτι νύχτες που και τα αστέρια ακόμα επέλεγαν να σιγήσουν μπροστά στην τόση
ομορφιά του. Η σελήνη, το επέλεγε για να λούσει στα νερά του τα όμορφα,
ασημένια μαλλιά της και ο αέρας λάτρευε να τσαλαβουτάει σε αυτά την πνοή του.
Οι χωρικοί ήξεραν πως
χρωστούσαν την ευημερία τους στο ποτάμι και δεν έπρεπε να το θυμώνουν. Γνώριζαν
τη δύναμή του. Άλλωστε, την επιδείκνυε με κάθε τρόπο. Δεν ήταν λίγες οι φορές
που μετά το λιώσιμο των πάγων από τον βορά, τα νερά του, ορμητικά σαν
χείμαρροι, έφταναν μέχρι τις αυλές των σπιτιών καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν στο
πέρασμά τους.
Κάπως έτσι, κυλούσαν οι μέρες
στο χωριό. Άλλοτε, γεμάτες χαρά και άλλοτε, με δυσκολίες και βάσανα. Οι εποχές
διαδέχονταν η μία την άλλη. Από την άνοιξη στη λαύρα του καλοκαιριού και από
εκεί, στη μελαγχολία του φθινοπώρου και στον παγωμένο χειμώνα που έκανε τους
κατοίκους να αμπαρώνονται στα σπίτια περιμένοντας με ανυπομονησία το
χελιδόνισμα και τον ερχομό των πελαργών. Τότε και μόνο τότε, καταλάβαιναν όλοι
πως ο χρόνος ισορροπούσε απόλυτα, χωρίς να αποκλίνει, έστω και λίγο, από την
πορεία του.
Τα πουλιά και συγκεκριμένα οι
πελαργοί, ήταν σημάδι καλοτυχίας. Κουβαλούσαν μαζί τους το καλοκαίρι και την
ευτυχία, όπως πίστευαν οι ντόπιοι. Σκαρφάλωναν στις κολώνες και έφτιαχναν τις
φωλιές τους για να φέρουν στον κόσμο τη νέα ζωή. Κάπου-κάπου, ιδίως τα
μεσημέρια που η ζέστη έκανε τον τόπο να βράζει, οι πελαργοί άφηναν το δικό της
ιδιαίτερο τραγούδι να ταξιδέψει στον αέρα. Χτυπούσαν τα ράμφη τους με τον δικό
τους χαρακτηριστικό τρόπο και η ηχώ τους ταξίδευε μέχρι το ποτάμι.
Ο Δημητρός κατέβηκε στον
κάμπο, έτοιμος να ξεκινήσει δουλειά. Το κάρο του το έσερναν οι νέες αγελάδες
που είχε αγοράσει πρόσφατα από το παζάρι. Ήταν περήφανος για το απόκτημά του.
Άλλωστε, ήταν η καλύτερη επένδυση που μπορούσε να κάνει με τα χρήματα που είχε
κερδίσει την προηγούμενη χρονιά. Τα μποστάνια του, όπως και τα χωράφια με τα
τεύτλα είχαν δώσει την καλύτερη παραγωγή των τελευταίων χρόνων και όλοι είχαν
να λένε για τον λεβέντη τον Δημητρό.
Ένα βράδυ, κατέβηκε σε
νυχτέρι. Η νέα σπορά είχε πέσει στη γη και διψούσε για νερό. Έπρεπε να ποτίζει
μέρα-νύχτα αν ήθελε να δει τον καρπό να βλασταίνει. Ζεύτηκε το ταγάρι του,
αποχαιρέτησε τη μάνα του και κατηφόρισε προς τον κάμπο. Τα ζώα έδειχναν
εκνευρισμένα, αφού η ζέστη εκείνο το βράδυ ήταν αφόρητη. Ο Δημητρός, όμως,
συνέχιζε απτόητος. Ήταν ενθουσιασμένος. Η νέα σπορά είχε μυσταγωγικό χαρακτήρα
για εκείνον.
Τα χωράφια του ήταν κοντά στο
ποτάμι. Το θεωρούσε ευλογία, σημάδι της τύχης. Τις νύχτες στον κάμπο, η φωνή
του γκιώνη που αναζητούσε τον αδελφό του, κατά τον μύθο, ήταν η μόνη του
συντροφιά. Ήξερε πως η ασχολία του θα διαρκούσε ένα δίωρο, αλλά δεν τον
ένοιαζε. Οι αγελάδες του ξαπόσταιναν κάτω από το καλοκαιρινό φεγγάρι κι
εκείνος, ανενόχλητος, απολάμβανε τη μαγεία της νυχτερινής εργασίας του
χαζεύοντας πότε-πότε τις πυγολαμπίδες που είχαν στήσει χορό.
Σαν τελείωσε, ξάπλωσε πάνω
στο χόρτο και ατένισε τον έναστρο ουρανό. Την αγαπούσε τη φύση ο Δημητρός, όπως
και όλοι οι άνθρωποι της υπαίθρου. Είχε καταλάβει πόσο πολύτιμη ήταν και
εκτιμούσε όσα, απλόχερα, τους χάριζε. Κάποια στιγμή, του φάνηκε πως
άκουσε πατήματα και το ανασάλεμα των νερών. Κάποιος ήταν στο ποτάμι. Περίεργος,
σηκώθηκε να δει. Πλησίασε αργά, χωρίς να φοβάται. Άλλωστε, στο χωριό δεν υπήρχε
τίποτα να φοβηθείς. Όλοι ήταν γνωστοί μεταξύ τους, γνωρίζονταν από γεννησιμιού
τους και λίγο-πολύ, ήξεραν ο ένας τα μυστικά του άλλου. Ποια μυστικά, δηλαδή…
Έκθαμβος, είδε μια νέα
γυναίκα να βγαίνει από το ποτάμι. Ήταν όμορφη, το πιο όμορφο πλάσμα που είχε
αντικρίσει ποτέ. Τα μαλλιά της, ασημένια όπως το φεγγάρι, έφταναν μέχρι τους γοφούς
της. Ήταν λεπτή, με όμορφη μέση και χείλη κατακόκκινα σαν τα ρόδα του Μαγιού.
Γύρω της, ένα διάφανο πέπλο που την τύλιγε
σαν πρωινή αχλή. Έμοιαζε με όνειρο. Αν η ομορφιά είχε όνομα, θα ήταν το δικό
της.
Η κοπέλα βγήκε από το νερό,
τίναξε τα μαλλιά της και το λευκό φόρεμα που φορούσε κόλλησε στο δέρμα της,
αλλά δεν την ένοιαξε. Έπειτα, κάθισε κάτω από ένα δέντρο και άρχισε να
τραγουδάει. Για μια στιγμή, το ποτάμι φούσκωσε, θαρρείς από καμάρι για την κόρη
και ακούστηκε ένα έντονο βουητό που έκανε τα πόδια του Δημητρού να λυγίσουν. Τα
νερά του ποταμού αναδεύτηκαν για λίγο και μετά, σώπασαν.
Ο Δημητρός δεν ήταν χαζός.
Κατάλαβε πως είχε μπροστά του την ξωθιά του ποταμού. Είχε ακούσει δεκάδες
ιστορίες για τις ξωθιές των ποταμών, αλλά τις θεωρούσε παραμύθια. Κατάλαβε πως
έπρεπε να φύγει, προτού τον καταλάβει η ξωθιά και θυμώσει μαζί του, αλλά τα
πόδια του είχαν κολλήσει στη γη και τα μάτια του πάνω της. Η καρδιά του χτυπούσε
δυνατά, σε ένα ρυθμό που όμοιό του δεν είχε αισθανθεί ξανά.
Ξάφνου, η ξωθιά γύρισε και
τον κοίταξε. Ανάμεσα στα δέντρα, τα μάτια της εντόπισαν τα δικά του. Είδε την
ντροπή να χορεύει στο βλέμμα της. Κάποιος την είχε εντοπίσει. Ο Δημητρός
αισθάνθηκε τον κίνδυνο, αλλά δεν έφυγε. Η ξωθιά συνέχισε, μα δεν ήταν η όμορφη
νέα που είχε πρωτοδεί. Ένα πλάσμα γερασμένο πήρε τη θέση της, μέχρι που χάθηκε.
Ο Δημητρός έφυγε τρέχοντας.
Πήγε στα ζώα του και οδήγησε το κάρο πίσω στο χωριό. Η καρδιά του εξακολουθούσε
να χτυπά, αλλά αυτή τη φορά από φόβο. Κάτι είχε συμβεί στην ξωθιά και υπεύθυνος
ήταν εκείνος.
Γύρισε στο σπίτι και
κλειδώθηκε στο δωμάτιό του, μην τυχόν και έβλεπε η μάνα τα μάτια του τα
φλογισμένα. Το επόμενο πρωινό δεν βγήκε στα χωράφια να ποτίσει. Ούτε φυσικά το
βράδυ. Το ίδιο και την επόμενη μέρα. Άδικα, τον παρακαλούσε η μάνα του. Τίποτα
εκείνος.
Τρεις μέρες μετά, αποφάσισε
να ξεμυτίσει. Ήταν άυπνος, κουρασμένος και γεμάτος ενοχές, σίγουρος πως είχε
κάνει κακό στην ξωθιά. Πήγε στο καφενείο του χωριού, εκεί όπου μαζεύονταν όλοι
οι άνδρες.
Τα νέα πως κάτι συνέβαινε
στον Δημητρό είχαν ήδη κυκλοφορήσει και όλοι ήταν περίεργοι να μάθουν τι είχε,
ή σχεδόν, όλοι… Ο Δημητρός, όμως, δεν είπε λέξη, μέχρι που τον πλησίασε ο
Πασχάλης, ο πλακατζής του χωριού.
«Μπας, ρε Δημητρό, και είδες
τίποτα φαντάσματα, εκεί στον κάμπο;» τον ρώτησε γελώντας πονηρά.
Ο Δημητρός ανασήκωσε το
κεφάλι ξαφνιασμένος. Μωρέ, πώς στο καλό ήξερε ετούτος το μυστικό του; Ο Πασχάλης
έβαλε τα γέλια, για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι θαμώνες.
«Πλάκα σου κάναμε, μωρέ,
Δημητρό. Εμείς ήμασταν. Θυμάσαι μια βδομάδα πριν που λέγαμε εδώ στο καφενείο
ιστορίες για νεράιδες και πλάσματα; Εσύ γελούσες και έλεγες πως δεν υπάρχουν».
Ναι, το θυμόταν. Δεν πήγαινε
μία βδομάδα. Ήταν έντονη η συζήτηση και είχε διαφωνήσει με δύο γέροντες που
έλεγαν φανταστικές ιστορίες. Ο Δημητρός ήταν από τους λίγους που είχε
προχωρήσει στο σχολειό και ήξερε καλά πως οι μύθοι ήταν μέρος της ανθρώπινης
φαντασίας.
«Να, θέλαμε να σου
αποδείξουμε πως κάνεις λάθος. Να φοβηθείς, μωρέ, λιγάκι. Να σε ταρακουνήσουμε.
Ντύσαμε τον Μπάμπη γυναίκα, του δώσαμε να κρατά στα χέρια δυο κεριά και τον
στείλαμε στο ποτάμι να σε τρομάξει. Μια χαρά τα κατάφερε!» συνέχισε ο Πασχάλης
γελώντας.
«Όχι» απάντησε με πείσμα ο
Δημητρός. «Εγώ ξέρω τι είδα» φώναξε χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. «Όμως, η
ξωθιά του ποταμού πέθαινε» συνέχισε προκαλώντας περισσότερα γέλια.
«Πάει, αποτρελάθηκες κι εσύ,
ο σπουδαγμένος» του φώναξε ένας άλλος. Ο Δημητρός έφυγε τρέχοντας για το σπίτι.
Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Τι ήταν αυτά που του έλεγαν; Αυτός ήταν
σίγουρος πως είχε συναντήσει την ξωθιά του ποταμού. Έζεψε το μοναδικό άλογο που
είχαν στον στάβλο τους και έφυγε καλπάζοντας για το ποτάμι.
Το φεγγάρι ήταν στη γέμισή
του. Ο κάμπος ήταν λουσμένος στο φως και τα πλάσματα του τόπου έμοιαζαν
εκστασιασμένα από την υπέροχη ετούτη νύχτα. Κουκουβάγιες, νυχτερίδες αλλά και μια
αλεπού έκαναν τη νυχτερινή τους βόλτα στα χωράφια.
Πήγε στο ποτάμι. Πλησίασε στο
δέντρο, εκεί όπου είχε δει την ξωθιά. Το ποτάμι κυλούσε ήρεμο. Πότε-πότε, κάνα
νερόφιδο έβγαζε το κεφαλάκι του στην επιφάνεια και μετά, χανόταν ξανά.
Απελπισία είχε αρχίσει να κυριεύει τον Δημητρό. Να ήταν όλα ένα αστείο; Ένα
κακόγουστο αστείο; Δεν μπορεί… Και τότε, ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου, είδε
ένα λευκό φόρεμα. Τόσο λεπτό που έμοιαζε διάφανο. Ήταν της ξωθιάς, το
αναγνώρισε με τη μία. Δεν ήταν τρελός, να η απόδειξη που ζητούσε. Θα το έπαιρνε
να το δείξει και στους άλλους. Κίνησε να φύγει, όταν άκουσε ξανά θόρυβο. Γύρισε και είδε την ξωθιά να μπαίνει
στα νερά του ποταμού και να βυθίζεται μέχρι που χάθηκε από μπροστά του.
Το κεφάλι του άρχισε να
βουίζει. Τι σόι παιχνίδι ήταν αυτό που του έπαιζε η φαντασία του; Κοίταξε τα
χέρια του. Το φόρεμα είχε χαθεί. Άρχισε να φωνάζει και να κλωτσάει ό,τι έβρισκε
μπροστά του. Τέτοιαν οργή η ψυχή του δεν είχε αισθανθεί ποτέ. Αχ και να τους
έπιανε όλους στα χέρια του που τόλμησαν να παίξουν μαζί του! Τότε, συνέβη κάτι
που τον άφησε άλαλο. Η ξωθιά εμφανίστηκε μπροστά του. Τι πλάσμα μαγικό ήταν
ετούτο. Έσκυψε και τον φίλησε στα χείλη. Μετά, χάθηκε για πάντα.
Ο Δημητρός, σαν υπνωτισμένος,
πήγε ξανά στο άλογό του και γύρισε στο χωριό. Σαν τον είδαν να επιστρέφει,
πρώτος ο Πασχάλης έτρεξε κοντά του να του ζητήσει συγγνώμη για το κακόγουστο
αστείο του. Ο Δημητρός έκανε κάτι να πει, αλλά φωνή δεν έβγαινε από το λαρύγγι
του. Προσπάθησε ξανά, τίποτα. Κατάλαβε. Η ξωθιά του είχε πάρει τη λαλιά. Σε μια
στιγμή, το βλέμμα του κόλλησε στο πουθενά. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Κατάλαβαν πως ο Δημητρός τρελάθηκε.
Κάθε πανσέληνο, ο Δημητρός
κατεβαίνει στο ποτάμι, μήπως και συναντήσει την ξωθιά που του πήρε τη φωνή. Τον
υπόλοιπο καιρό, βγάζει άναρθρους ήχους, προσπαθεί να διηγηθεί την ιστορία του,
αλλά όλοι ξέρουν πως ο Δημητρός απόκαμε εκείνο το βράδυ και σκύβουν το κεφάλι
ενοχικά. Τον λένε τρελό. Είναι ο τρελός του χωριού. Εκείνος, όμως, κάθε
πανσέληνο χαμογελά και ξέρει. Θα την πιάσει την ξωθιά, πού θα του πάει…
ΥΓ. Κάθε τόπος είναι ''ντυμένος' με τους μύθους και τις ιστορίες που διηγούνται οι γεροντότεροι. Οι ιστορίες με μυθικά πλάσματα είναι ίσως από τις πιο αγαπημένες. Άλλωστε, οι άνθρωποι θεωρούν αλλόκοτο ό,τι δεν μπορούν να εξηγήσουν...