Δεν ξέρω, είναι κάτι βράδια που ο
χρόνος δεν περπατά πάνω στο ρολόι μου. Ακριβό, φτηνό, δεν έχει σημασία.
Στέκεται εκεί και απλώς, με κοιτάζουν οι δείχτες του. Μοιάζει με αναμέτρηση,
αλλά γιατί πάντα εγώ είμαι αυτή που νιώθει ηττημένη;
Θυμάμαι πως όταν ήμουν παιδί,
πάσχισα πολύ να μάθω την ώρα. Παρά τέταρτο, παρά δέκα, πέντε ακριβώς,
μεσάνυχτα, καταμεσήμερο, όλα έννοιες μπερδεμένες στο κεφάλι μου. Χρόνια μετά,
διαπιστώνω πως και οι μαθητές μου αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες. Χρόνια
μετά, το ερώτημα παραμένει ίδιο κι ας μην είμαι πια εκείνο το κοριτσάκι με τις
κοτσίδες που του έφτιαχνε η μητέρα του.
Γιατί μάθαμε να μετράμε τον
χρόνο, για να μας στερούμε αναπνοές;
Για να μας αρπάζουμε ανάσες;
Όλη μέρα, τρέχει κανείς με ένα
χρονόμετρο στο χέρι. Συγγνώμη, ρολόι εννοούσα. Να ξυπνήσεις το πρωί, να πιεις
έναν καφέ στο πόδι, άντε κι ένα τσιγάρο στα βιαστικά και στο επόμενο λεπτό
βρίσκεσαι κιόλας να ντύνεσαι, να μακιγιάρεσαι, να μιλάς παράλληλα στο τηλέφωνο
και με δύο χέρια να πρέπει να κάνεις δέκα δουλειές γιατί απλούστατα, ο χρόνος
δεν σου φτάνει.
Στο κόκκινο φανάρι της αργοπορίας
σου, ο χρόνος μοιάζει ήδη να τσουλά εις βάρος σου. Κοίτα πως μερικά
δευτερόλεπτα γίνονται εχθρός σου ενώ θα έπρεπε να είναι σύμμαχός σου. Ανάβει το
πράσινο και η ελπίδα φτερουγίζει μέσα σου, πως ίσως προλάβεις. Μα, τι να
προλάβεις; Τον χρόνο; Προλαβαίνει κανείς τον χρόνο; Αυτός πάντα τρέχει γοργά κι
εσύ, ανόητε άνθρωπε, απλώς τον κυνηγάς.
Φεύγει η μέρα και δεν την
καταλαβαίνεις, γιατί κι αυτή στο κόλπο είναι. Σύμμαχος του χρόνου, μην την
εμπιστεύεσαι. Το ίδιο και ο ήλιος που αργά χάνεται από τον ουρανό και σου
χαρίζει απατηλές ελπίδες καθώς βάφει τα πάντα με παστέλ αποχρώσεις.
Καθώς κλειδώνεις ένα άψυχο πια
γραφείο και κοιτάς το φεγγάρι που έχει παγιδευτεί στα κλαδιά κάποιου δέντρου,
σκέφτεσαι πως πάλι έφυγε η μέρα. Πάλι δεν πρόλαβες να κάνεις πράγματα κι αυτό
το ημερολόγιο πια, τι το θες; Όλο εκτός προγράμματος βγαίνεις. Και είναι η
στιγμή που συνειδητοποιείς πως όλα σύμμαχος αυτού του μπερμπάντη του χρόνου είναι
και πως το παιχνίδι είναι τελικά, σικέ.
Πώς να τα βάλεις μαζί του;
Έπειτα, χτυπάει το τηλέφωνο. Η
οθόνη αναβοσβήνει. Μια γνώριμη φωνή έρχεται από την άλλη άκρη της γραμμής. Μια
φωνή που σε γεμίζει ζεστασιά, ενώ απευθύνεται μόνο στην καρδιά σου. Άλλωστε,
εκείνη δεν είναι που κινεί τα νήματα; Αυτή δεν είναι που στέλνει το αίμα
παντού; Σε κάθε άκρο, σε κάθε μυ, σε κάθε εκατοστό της ύπαρξής σου;
Και τότε μόνο συνειδητοποιείς πως ο χρόνος δεν θα γίνει ποτέ
σύμμαχος. Το καταλαβαίνεις όταν κλείσεις το τηλέφωνο, γιατί αγάπη μου, ο χρόνος
με σένα δεν ήταν ποτέ αρκετός. Ποτέ δεν μου έφτασε μαζί σου.
Μα είναι πάλι αυτός ο ίδιος ο μπαγάσας, ο αντι-σύμμαχός σου,
που στην πραγματικότητα σου δείχνει τον δρόμο, πως τον χρόνο δεν πρέπει να τον
σπαταλάς για ό,τι δεν αξίζει. Του το χρωστάς όμως να τον επενδύεις σε ό,τι σε
κάνει να χαμογελάς.
Ποτέ δεν μου έφτασε ο χρόνος μαζί σου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου