Θυμάμαι κάτι μεσημέρια που το μόνο που άκουγες ήταν το τραγούδι των τζιτζικιών. Ξέρεις, αυτό το επίμονο που μπορούσε να διαπεράσει ακόμα και τα κλειστά παράθυρα και να φτάσει στα αυτιά σου δημιουργώντας εικόνες βγαλμένες από τον μύθο του Αισώπου για τον εργατικό μέρμηγκα και τον τεμπέλη τζίτζικα.
Και ενώ το λιοπύρι σε έκανε να μην ξεχνάς πως βρίσκεσαι στη μέση του καλοκαιριού, δεν σε ένοιαζε γιατί ο χρόνος εκείνα τα μεσημέρια σταματούσε σαν να πατούσες ένα κουμπί, εκείνο το ίδιο κουμπί που με κάποιον ανάλογο μαγικό τρόπο θα σε πήγαινε στο φθινόπωρο.
Μπάνιο σαν αυτό της Αθήνας δεν υπήρχε. Μόνο ένα υπαίθριο που το είχε φτιάξει πριν χρόνια ο παππούς. Φυσικά, ούτε θερμοσίφωνας. Αλλά η Μητέρα-Φύση όταν συνεργαστεί με τον ανθρώπινο νου βρίσκει πάντα τη λύση και έτσι το νερό ζεσταίνονταν σε μεγάλα μπιτόνια που ήταν αφημένα όλη μέρα στην ολάνθιστη αυλή.
Δέντρα ψηλά δεν υπήρχαν στην αυλή, δεν τα ευνοεί ιδιαίτερα ο τόπος. Εδώ, είναι κάμπος. Υπήρχε όμως μια μουριά, μια συκιά και μια αχλαδιά που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον. Στη μουριά υπήρχε μια κούνια που κάθε χρόνο με περίμενε, ιδίως τα πρωινά που η ζέστη ήταν έντονη και δεν έβγαινες έξω εύκολα.
Η μουριά όμως ήξερε να χαρίζει τη δροσιά και τον ίσκιο της δίχως να την πληγώνει το χοντρό σκοινί από την κούνια.
Δίχως να τη νοιάζει ότι έδινε.
Δίχως να τη νοιάζει ότι μοιραζόταν.
Έτσι είναι η Φύση.
Δεν φοβάται το μοίρασμα.
Αργά το απόγευμα, όταν έπεφτε ο ήλιος, καταφύγιο και ανάπαυλα γινόταν το πίσω μπαλκόνι από όπου ατένιζε κανείς τον εβρίτικο κάμπο, μέχρι που το βλέμμα χανόταν στα ψηλά δέντρα- το όριο μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Δεν ξέρω γιατί αλλά πάντα εκείνο το σημείο το θεωρούσα μαγικό. Ένας είδος ενεργειακού τριγώνου στο παιδικό μυαλό μου (ναι, από τότε οργίαζε η φαντασία μου).
Το σπίτι, το κάστρο και το ποτάμι.
Το ποτάμι, το φυσικό σύνορο.
Το σπίτι των αναμνήσεών μου.
Και ανάμεσα σε όλα, ένας πελαργός να δίνει το σύνθημα από κάποια κολώνα της ΔΕΗ όπου είχεφτιάξει το σπίτι του, εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο που ακόμα κι αν ήθελα να τον βγάλω από το μυαλό είναι αδύνατο, τόσο πολύ έχει εμποτίσει την ψυχή μου.
Για την ακρίβεια, σχεδόν όσο τα κουνούπια που -δεν έχω παράπονο, φρόντιζαν να δείχνουν πως στον τόπο μου είχαν και έχουν το πάνω χέρι.
Δεν ξέρω γιατί έγραψα αυτό το κείμενο.
Το σκεφτόμουν όσο ήμουν ξαπλωμένη ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι στην Αθήνα. Ένα μεσημέρι που το μόνο κοινό που έχει με αυτό των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων ήταν το τραγούδι κάποιου τζιτζικιού που μάλλον στάθηκε το ερέθισμα.
Καθώς κλείνω τα μάτια, μου έρχεται στο μυαλό ένα τραγούδι.
Το ακούω πάντα τέτοια εποχή.
Το έχω συνδυάσει με τον Έβρο και τα καλοκαίρια της ζωής μου. Ίσως, επειδή πίστευα πως η αληθινή μου αγάπη να βρίσκεται κάπου εκεί και να με περιμένει.
Σας το χαρίζω.
Αγάπη του καλοκαιριού, λοιπόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου