Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Αγανακτισμένοι ή βολεμένοι;

Βράδυ Σαββάτου κάπου σε κάποιο προάστιο της Αττικής, μακριά από το κέντρο. Στον κεντρικό δρόμο επικρατεί αληθινό πανδαιμόνιο, αφού η περιοχή σφύζει από ζωή εξαιτίας των πολλών καφέ και γενικότερα, εστιατορίων που έχει να επιδείξει. Σε μία γωνία, σταυροδρόμι για  διαβάτες και αυτοκίνητα, βρίσκεται το υποκατάστημα τράπεζας μεγάλων συμφερόντων. Δεξιά και αριστερά κοιμούνται άστεγοι, είτε σε κάποιο παγκάκι ή στις κόγχες που σχηματίζει το γειτονικό κτίριο. Εκ πρώτης, οι περαστικοί εκπλήσσονται. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους. Άλλωστε, η εικόνα αυτή, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, αφορούσε μόνο στο κέντρο της Αθήνας και όχι στα περίχωρα. Αφού πέρασει το πρώτο σοκ, όλοι συνεχίζουν το δρόμο τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Αυτόματο delete απο τη μνήμη.
Λίγο πιο κάτω συναντάς κι άλλους, αλλά το θέαμα δεν σοκάρει το ίδιο. Μάλλον επειδή αρχίζει να γίνεται οικείο το σκηνικό και να ενσωματώνεται στο περιβάλλον. Στα πρόσωπα κάποιων περαστικών διακρίνεις θλίψη, στεναχώρια, σε κάποιων άλλων οίκτο και σε κάποιους, λιγότερους ίσως, εμφανή ανακούφιση που δεν είναι αυτοί στη θέση τους ή και αδιαφορία, λες και δεν τους αγγίζουν όσα βλέπουν να διαδραματίζονται μπροστά τους. 
 Κάποτε, ο Μπρεχτ έγραψε:" Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους, δεν διαμαρτυρήθηκα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν φώναξα, γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους, ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν ο Χίτλερ φυλάκιζε ομοφυλόφιλους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν ομοφυλόφιλος Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν έκανα τίποτα γιατί δεν ήμουν καθολικός. Μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου".

Είναι τα λόγια αυτά του Μπρεχτ που νιώθω πως αντικατοπτρίζουν ιδανικά τις μέρες που ζούμε. Η δυστυχία γύρω μας πληθαίνει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, την οποία επικαλούμαστε πια όλοι είτε πληττόμαστε αληθινά από αυτήν είτε όχι. Κι όσο αυξάνεται η δυστυχία, αυξάνεται και ο αριθμός των αστέγων. Γέμισαν, διάβασα κάπου, οι σπηλιές γύρω από του Φιλοπάππου από άστεγους, οι περισσότεροι εκ των οποίων μακροχρόνιοι άνεργοι που αδυνατούσαν πια να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Κάπου αλλού έδιναν τον ορισμό του 'Νεόφτωχου'' και πάει λέγοντας...
Και δεν μπορώ να μην αναρωτιόμαι, πώς είναι δυνατόν σε μια χώρα που γέννησε τον πολιτισμό να επιτρέπεται τόση δυστυχία... Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζουμε τις ζωές μας σαν να μην μας αφορά ό,τι συμβαίνει γύρω μας... Μα κυρίως, πώς είναι δυνατόν να μην συσπειρωνόμαστε σε μία γροθιά για το κοινό καλό; Το πρόβλημα του γείτονα, ακόμα κι αν υποθετικά δεν μας αφορά τώρα, λοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος να το οικειοποιηθούμε... Αυτό είναι μια γνώση απόλυτη. 
Μέχρι πρόσφατα είχαμε τους Αγανακτισμένους. Κάποιος με ρώτησε πού τους θυμήθηκα... Κατέληξα στο συμπέρασμα πως μάλλον δεν ήμασταν αρκετά αγανακτισμένοι, γι' αυτό και χάθηκε ο παλμός. Βολεμένοι ήμασταν που γίναμε (ξε)βολεμένοι και αυτό μας πείραξε αρκετά για να διαδηλώσουμε. Φαίνεται όμως πως κι αυτό το συνηθίσαμε γρήγορα και είπαμε, δεν βαριέσαι... 
Μέχρι που μια μέρα, σαν τον Μπρεχτ κι εμείς, ίσως αν μείνουμε χωρίς δουλειά ή χάσουμε το σπίτι μας, αποφασίσουμε πως είναι καιρός να παλέψουμε και αναζητήσουμε συναγωνιστές αλλά δεν βρούμε κανέναν πρόθυμο... Δεν χρειάζεται να φτάσεις στο χείλος του γκρεμού για να παλέψεις. Χώρια που καμιά φορά ο γκρεμός είναι πιο κοντά από ότι νομίζεις.

Όταν έβλεπα τους συναδέλφους μου να απολύονται, εγώ δεν μίλησα γιατί είχα ακόμη τη δουλειά μου. Όταν έβλεπα το σπίτι του διπλανού μου να κατάσχεται, δεν με ένοιαξε γιατί το δικό μου σπίτι ήταν ασφαλές. Όταν είδα τον μισθό μου να συρρικνώεται και να με εκμεταλλεύεται ο εργοδότης μου κατάλαβα πως δεν υπήρχε κανείς να αντισταθεί μαζί μου. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου